Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Αρνάκι στη σούβλα ...

Τι να σας πω ρε παιδιά. Προχθές το Σάββατο πήγα στο χωριό μου λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δε λέω ήταν προσχεδιασμένη και η έξοδος από την "πόλη" και ότι ακολούθησε το διήμερο που πέρασε. Πολύ ομως μου άρεσε...

Εχω λοιπόν ένα εξοχικό στην επαρχία όπου μπορώ και ξεφεύγω λίγο από την τρέλλα της πρωτεύουσας. Λόγω φόρτου εργασίας όμως δεν το κάνω συχνά. Είχα λοιπόν θέσει ως όρο να πάω αυτό το Σαββατοκύριακο στο χωριό να ξεσκάσω. Ο πεθερός μου (ναι είμαι παντρεμένος...) πρότεινε να σουβλίσουμε κι ένα αρνάκι έτσι για το καλό. Αλλωστε είχαμε καιρό να το κάνουμε το αμάρτημα (από το Πάσχα). Εγώ με δυσκολία μετά από 2 δευτερόλεπτα απάντησα καταφατικά κι έτσι την Παρασκευή το βράφυ το κρεμάσαμε το κακόμοιρο να στραγγίσουν τα αίματα (ε δεν είμαστε και καννίβαλοι !). Σαββάτο λοιπόν κατά τις 9 το πρωί και πριν ακόμα πιω τον καφέ μου βρίσκω τον πεθερό μου να έχει ανάψει φωτιά να πίνει το καφεδάκι του και να μου λέει τα προβλήματά του.

- Δεν έχουμε σύρμα, μου λέει, στο είπα και χθες. Τι θα κάνουμε;
- Θα βρούμε, άσε τώρα να πιω καφέ.
- (δεν απαντά, φεύγει και πάει στο αρνί)

Τον γράφω για να μην τα πάρω στο κρανίο και κατεβαίνω στον κήπο με τις τριανταφυλλιές και χαζεύω. Μυρίζω τα τριαντάφυλλά μου, αυτλη η κίτρινη που μου έβαλε η μάνα μου πρόσφατα είναι καταπληκτική. Νομίζεις ότι είσαι στον παράδεισο. Για καλή μου τύχη ακούω τον αδελφό μου απέναντι να σφυρίζει και τον πλησιάζω να τα πούμε. Είχε κατέβει κι αυτός για Σαββατοκύριακο με την οικογένεια. Αφού τα είπαμε λιγάκι, του λέω τα προβλήματά μου και μου δίνει τη λύση στο άψε σβύσε.

- Πάρε και κάνε τη δουλειά σου. Εϊναι ανοξείδωτο, πάρε και αυτές τις διχάλες να δέσεις το αρνί στη σούβλα (το προηγούμενο βράδυ ο πεθερός μου, μου τα είχε σπάσει με τις διχάλες αλλά δεν μάσησα) εύκολα και γρήγορα.
- Νάσαι καλά του λέω και μετά από λίγο την έκανα.

Πάω στον πεθερό μου που τον είχανε ζώσει τα φίδια, ναι το είχε παρει πολύ προσωπικά να δέσει το αρνί (τα ξέρει όλα βλέπετε !) και του λέω

- έλα σε'φτιαξα πάλι. Να και σύρμα και διχάλες και της παναγιάς τα μάτια !
- δεν τις θέλω τις διχάλες μου λέει, άστες. Ελα να κρατήσεις να το δέσουμε.
- Από τώρα του λέω, άστο να βοσκήσει ακόμα λίγο και μετά το δένουμε. Πάω για καφέ πριν ξυπνήσει η κόρη σου και αρχίσει τη γκρίνια. Ψιλοστράβωσε αλλά δεν είπε τίποτα αμέσως.
- ... έλα να τελειώνουμε και πίνεις καφέ μετά, λέει.

Εγώ το σκέφτηκα λίγο, δεν γούσταρα να τον έχω και στο κεφάλι μου να μου τα σπάει οπότε αφού του γκρίνιαξα λίγο τον βοήθησα να το δέσει (βασικά έχει ένα πρόβλημα με το ένα χέρι - έχει ατροφήσει από δισκοπάθεια στον αυχένα, οπότε τη δουλειά την έκανα εγώ έχοντάς τον στα πόδια μου να με δυσκολεύει) και τον άφησα.

- Πάμε τώρα κάτω να το βάλουμε να ψηθεί.
- Από τώρα ; Δεν έχω πιεί καφέ ακόμα !
- Πάμε γιατί μεσημέριασε. Θέλει 4 ώρες.
- Το σκέφτομαι λιγάκι και ξεκινάμε προς το υπόγειο του σπιτιού που είναι ακόμα γιαπί και λειτουργεί ως ψησταριά.
- Βλέπω λοιπόν ότι είχε ανάψει μια φωτιά ο αθεόφοβος ίσαμε το ταβάνι για να κάνει κάρβουνα.
- Αντε του λέω, πάμε. Στο βάζω επάνω στη ψησταριά, σου βάζω το μοτεράκι, βάζω και κάρβουνα και βάλε τη γυναίκα σου να μας φτιάξει τίποτα να τσιμπήσουμε και του κλείνω το μάτι.
- Σύρε πάνω, μου λέει πες της να βάλει τη συκοταριά. Πες και του πατέρα σου να έρθει να πιούμε κανά κρασί.
- Πρέπει να πάω για κρασί, δεν έχω, μείναμε του λέω. Μην τα πολυλογώ με κράτησε γιατί φοβόταν να μείνει μόνος του με τόση φωτιά και το μοτεράκι να γυρίζει το αρνί. Είναι βλέπετε παραδοσιακός τύπος, το αρνί το πάει στο χειροκίνητο. Του αρχίζω κι εγώ τη γκρίνια, δεν με άφησες να πιώ καφέ, τώρα δε μ'αφήνεις να πάω να πάρω κανά κρασί να πιούμε η συκοταριά δεν πάει κατω στεγνή και κάτι τέτοια.
- Εχω φέρει ένα καραφάκι μικρό, είναι στη τσάντα. Δεν αφήνει η μάνα σου (η πεθερά μου). Θα πιούμε αυτό. Είναι Μυτιλήνης, είναι καλό.
- Ναι αλλά θα φτάσει;
- ε, τώρα έτσι για το καλό.Τι μήπως πίνουμε πολύ;
-Οχι ρε παιδί μου αλλά να μην πάουμε τα μέτρα μας; Τέλος πάντων αφού του έσπασα τα ούμπαλα, ο πατέρας μου είχε πάει για να φτιάξει το πριόνι (ετοιμάζεται για βαρύ χειμώνα στο παραθαλάσσιο χωριό μας), έφερε και η πεθερά μου τη συκοταριά σκάω και πλακωνόμαστε στη μάσα 9 και μισύ το πρωί. Ηπιαμε και τα ούζα μας και στανιάραμε.

Καθώς περνούσε η ώρα, ξύπνησε και η κυρά μου (έχει έφεση στον ύπνο) άρχισε τη γκρίνια, πήγαμε για ψώνια και γυρίσαμε. Πέρασε κανά δύωρο και ήρθε και ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Αρχίσαμε τα πειράγματα περί πολιτικής (και ΝΔ έχουμε και ΠΑΣΟΚ έχουμε και αδιάφορους έχουμε) και το αρνάκι αδιαμαρτύρητα συνέχισε την περιστροφή του γύρω από σούβλα αναδύοντας οσμές που έκαναν τα γαστρικά μου υγρά να συγκεντρώνονται στο στομάχι μου. Είσαι κοιλιόδουλος θα μου πείτε. Ναι ρε σεις δεν το αρνούμαι, είμαι τι να κάνω. Εσείς δηλαδή με ένα αρνάκι να ψήνεται δίπλα σας θα κρατούσατε χαρακτήρα; Εγώ δεν κρατάω.

Τέλος πάντων, όταν τελικά ψήθηκε, εντάξει είπε κάτι παπαριές ο πεθερός μου να το αφήσουμε λίγο ακόμα γιατί έχουμε θράκα να μην πάει χαμένη και έφαγε λίγο δούλεμα, το βάλαμε σε ένα ταψί και στρωθήκαμε στο τραπέζι. Δεν σας λέω τίποτα. Εμένα το χόμπι μου είναι η φωτογραφία, λοιπόν ούτε φωτογραφία τράβηξα ούτε να το σκεφτώ πρόλαβα. Πέσαμε όλοι με τα μούτρα στο αρνί και το κατασπαράξαμε σαν τα λιοντάρια που έχουν να φάνε κανά μήνα. Μιλάμε για θηριωδία, ούτε τύπους ούτε πηρούνια, ούτε τίποτα !

Οι πέτσες, τα παιδάκια, τα μπουτάκια πετούσαν πάνω από το ταψί όπως απεικονίζει ο Gosciny τον Οβελίξ όταν τρώει. Ρε παιδί μου τι ήταν αυτό !

Τελικά όμως αφού πλακώσαμε και τα κρασάκια μας (ναι τελικά πήρα και κρασί όταν βγήκα με τη γκρίνια της ζωής μου) και ήρθαμε σε ευθυμία, φάγαμε και τον άμπακο, σκορπίσαμε όλοι για ύπνο. Το γεύμα ήταν λουκούλειο και επιδόσεις μας όπως σας τι περιέγραψα. Το αρνάκι 8.5 κιλά (Αλβανό το έλεγα για να κάνω πλάκα στον πεθερό μου ο οποίος αγοράζει πάντα "ντόπια" τρομάρα του), το κρασί 3 κιλά, οι τηγανιτές πατάτες 5 κιλά ακαθάριστες (εντάξει ρε τις καθαρίσανε πριν τις μαγειρέψουν μην κολλάτε) και οι νοματέοι 6 (εμένα να με βάλω διπλό ;) άντε 7.

Πως περίσσεψε αρνάκι για την επομένη ;


Νιώθω πεσμένος τελευταία. Τι να κάνω ;


Δεν υπάρχουν σχόλια: